- ευθύρραμφος
- ος , ον имеющий прямой клюв
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθύρραμφος — η, ο (για πτηνό) αυτός που έχει ίσιο, όχι γαμψό, ράμφος … Dictionary of Greek